Παραμένει ζωντανό το όραμα της σιδηροδρομικής γραμμής υψηλών ταχυτήτων που θα συνδέσει την Κίνα με την Ταϊλάνδη, αλλάζοντας τον χάρτη της Ασίας.
Ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα που θα μειώσει τις αποστάσεις μεταξύ της Κίνας και της Ταϊλάνδης υλοποιείται στην Ασία, ενισχύοντας περαιτέρω τους δεσμούς μεταξύ των δύο χώρων.
Ειδικότερα, η Ταϊλάνδη σχεδιάζει την πρώτη γραμμή υψηλών ταχυτήτων της χώρας που θα συνδέεται με την Κίνα μέσω της πρωτεύουσας του Λάος, την Βιεντιάν. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που έχει ενθαρρυνθεί πλήρως από το Πεκίνο, μιας και εξυπηρετεί τα σχέδιά του για την υλοποίηση του μεγαλεπήβολου οράματός της «Μία Ζώνη, Ενας δρόμος» (Belt and Road Initiative) που αφορά στη δημιουργία θαλάσσιων και χερσαίων συνδέσεων με τη νοτιοανατολική και την κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Αφρική.
Τα προαναφερθέντα θα επιτευχθούν μέσω ενός δικτύου υποδομών που χονδρικά ακολουθεί την πορεία του προαιώνιου Δρόμου του Μεταξιού.
Για τη σιδηροδρομική σύνδεση της Κίνας με την Ταϊλάνδη προβλέπεται η δημιουργία μιας γραμμής υψηλών ταχυτήτων, μήκους 609 χλμ., που θα επεκτείνεται από την Μπανγκόκ έως τα σύνορα του Λάος στο Νονγκ Κάι.
Η γραμμή βρίσκεται υπό κατασκευή εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά το ολοκληρωμένο τμήμα της δεν υπερβαίνει το 5%, κάτι που έχει θέσει εν αμφιβόλω αν το φιλόδοξο πρότζεκτ των 12 δισ. δολαρίων (περί τα 11,3 δισ. ευρώ με βάση τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες) αποδώσει τα προσδοκώμενα.
Σύμφωνα, βέβαια, με πρόσφατες δηλώσεις κυβερνητικών αξιοματούχων της Ταϊλάνδης, το τμήμα Μπανγκόκ- Νονγκ Κάι θα είναι έτοιμο το 2028, με τη δρομολόγιο να εκτελείται από γρήγορα τρένα με τελική ταχύτητα 250 χλμ./ώρα.
Μόλις ολοκληρωθεί η γραμμή, τότε θα αυτή θα συνδεθεί με την Κίνα μέσω της νεόδμητης σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας του Λάος. Αυτή εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2021 και απλώνεται από την πρωτεύουσας του Λάος Βιεντιάν, έως την κινεζική πόλη Μποτέν.
Σχετικά με τα οφέλη της σιδηροδρομικής γραμμής, οι αναλυτές αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο «κέρδος» από την ολοκλήρωση του έργου θα ήταν η περαιτέρω σφυρηλάτηση των δεσμών μεταξύ Κίνας και Ταϊλάνδης, με την τελευταία να προσελκύει περισσότερες κινεζικές επενδύσεις.
Στον αντίποδα, πολλοί κάνουν λόγο για μια ιδιαίτερα κοστοβόρα επένδυση που ενδεχομένως να εκτροχιάσει την οικονομία της Ταϊλάνδης.