Ολικό επανασχεδιασμό προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ ανθεκτικών έργων και κτιριακού αποθέματος, τα οποία θα παρέχουν ασφάλεια στους πολίτες αλλά και οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας, απαιτεί η ανασυγκρότηση των πληγεισών περιοχών. Αυτό επισημαίνουν επιστήμονες του τεχνικού κλάδου την ώρα που μέρα με την ημέρα η υποχώρηση των νερών αποκαλύπτει το τεράστιο μέγεθος της καταστροφής στη Θεσσαλία.
Μόνο τα κτίρια που θα πρέπει να ελεγχθούν στους τρεις νομούς της Λάρισας, της Καρδίτσας και των Τρικάλων αγγίζουν περίπου τα 30.000 χωρίς στον αριθμό αυτό να συνυπολογίζεται το κτιριακό απόθεμα της Μαγνησίας. Από αυτά περισσότερα από 20.000 εκτιμάται ότι είναι κατοικίες.
Την ίδια ώρα βαριά λαβωμένο είναι το οδικό και το σιδηροδρομικό δίκτυο, ενώ πολλές περιοχές εξακολουθούν να μην εχουν ρεύμα και στο Βόλο έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά το δίκτυο υδροδότησης.
Ακόμα δεν μπορούν να προσεγγίσουν τα συνεργεία
Στα πλημμυρισμένα κτίρια η στάθμη του νερού έφτανε από 1 έως και 3 μέτρα, εξηγεί στο «Έθνος» ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλίας, Νίκος Παπαγεωργίου, ενώ σε πολλές περιοχές δεν μπορούν ακόμα να πλησιάσουν τα συνεργεία μηχανικών προκειμένου να γίνουν οι αυτοψίες.
«Μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν τα πλινθόκτιστα. Στα υπόλοιπα όπως ενημερώνουν και οι μηχανικοί της Διεύθυνσης Εκτάκτων Φυσικών Καταστροφών (ΔΑΕΦΚ), δεν αναμένεται να εντοπιστούν σοβαρά ζητήματα στατικότητας εκτός εάν από την καταστροφή έχει προκληθεί καθίζηση του εδάφους κάτι το οποίο θα φανεί μετά την υποχώρηση των υδάτων ή αν βρίσκονται σε πλαγιές που σημειώθηκαν και κατολισθήσεις».
Ωστόσο παρά την ανθεκτικότητα που θα επιδείξουν ορισμένα οικήματα, το βέβαιο είναι ότι οι περιοχές, στις οποίες το φαινόμενο χτύπησε με σφοδρότητα θα πρέπει να επανεξεταστούν: «Είναι πρώιμο να μιλήσουμε για αναδασμούς και την ανάγκη μεταφοράς ολόκληρων χωριών ή οικισμών χωρίς να έχει υπάρξει σχετική μελέτη. Ομως θα πρέπει να εξετάσουμε πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο στην επόμενη πλημμύρα να έχουμε καταστροφές στην ίδια περιοχή. Ο προβληματισμός είναι αν είναι προτιμότερο για παράδειγμα να αποζημιωθεί μια επιχείρηση προκειμένου να ξαναχτιστεί στο ίδιο σημείο ή να λάβει κάποια περισσότερα χρήματα και να μετακινηθεί σε ένα βιομηχανικό πάρκο εφόσον αυτό πληρεί τις προϋποθέσεις ασφαλείας. Η ΒΙΠΕ στη Λάρισα δεν είχε προβλήματα. Στη Μαγνησία όμως είχε πολύ σοβαρά. Θα πρέπει να ξαναδούμε όλη τη χωροταξία μας ώστε να θωρακίσουμε οικισμούς και επιχειρήσεις », λέει ο κ. Παπαγεωργίου.
Στο ΤΕΕ μελετούν ξανά τα υφιστάμενα σχέδια διαχείρισης πλημμύρας παρά το γεγονός ότι επειδή χρονολογούνται από το 2018 και δεν αναθεωρήθηκαν όπως έπρεπε το 2021, έχουν ξεπεραστεί από τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργίου, τα έργα υποδομών και η αντιπλημμυρική προστασία πρέπει να επανεξεταστούν συνολικά: «Στη Λάρισα το όριο του Πηνειού είναι 6 με 7 μέτρα. Έφτασε τα 11 και στα Τέμπη τα 18 μ. Τα έργα σχεδιάζονται και κατασκευάζονται με κάποιες παραδοχές. Δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε σπίτια που να αντέχουν 12 Ρίχτερ ούτε να φτιάξουμε γέφυρα στα Τέμπη στα 25 μ. Αυτό που μπορούμε σίγουρα να κάνουμε όμως είναι να επανασχεδιάσουμε σωστά με τα νέα δεδομένα την αντιπλημμυρική προστασία. Εχουμε μαρτυρίες από συναδέλφους ότι σε ολόκληρες πλαγιές που δεν υπήρχε ρέμα, δημιουργήθηκε. Αν επομένως έχουμε εκεί πολλές μικρές ανασχέσεις με μικρά φράγματα, θα μπορέσουμε πολύ πιο εύκολα να ελέγξουμε τη ροή τους προς τον κάμπο. Απαιτείται συνεπώς μία συνολική σχεδίαση για όλο το γεωγραφικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας και της λεκανη απορροής του Πηνειού ώστε να δούμε με ποια φράγματα θα μπορουμε να συγκρατούμε το νερό στο βουνό και να το εκτονώνουμε σιγά σιγά», εξηγεί.
Αναφορικά με τις γρήγορες διαδικασίες των έργων, εφιστά προσοχή καθώς, όπως λέει, αυτό μπορεί να οδηγήσει στη χρήση της ίδιας μελέτης, που με τη σειρά της μπορεί να παράξει ένα έργο που να αστοχήσει στην επόμενη καταστροφή.
Οι αποζημιώσεις
Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει να προχωρήσει πολύ γρήγορα είναι η ανακούφιση των πλημμυροπαθών. Οπως επισημαίνει ο κ. Παπαγεωργίου, υπάρχουν ακόμα πληγέντες που δεν έχουν αποζημιωθεί από τον Ιανό του 2020, ενώ και τα συνεργεία της ΔΑΕΦΚ τα προλαβαίνει συχνά η επόμενη καταστροφή: «Οι αποζημιώσεις των επιχειρήσεων στον Ιανό κινήθηκαν γρήγορα, σε διάστημα μηνών. Στα σπίτια όμως υπάρχυν άνθρωποι που δεν έχουν πάρει ακόμα. Το ίδιο και για το σεισμό στην Ελασσόνα, όπου από τα περίπου 1.000 κτίρια, έχουν εκδοθεί 35 οικοδομικές άδειες. Μέχρι να γίνουν οι αυτοψίες και να στείλουν τους φακέλους οι πληγέντες τα συνεργεία έχουν φύγει για την επόμενη καταστροφή. Θυμάμαι ότι μετά τον Ιανό είχαν πάει στην Κεφαλλονιά, μετά στην Ελασσόνα για το σεισμό, μετά στην Κρήτη και μετά σε πυρκαγιές. Απαιτείται μία άλλη διαχείριση, τοπικές διευθύνσεις και ενίσχυση του προσωπικού».
Προκειμένου να προχωρήσουν ταχύτερα οι αυτοψίες στη Θεσαλία, πάντως, το ΤΕΕ της Περιφέρειας Θεσσαλίας έχει ήδη δώσει λίστα 274 εθελοντών μελών του που μπορούν να βοηθήσουν στο έργο αυτό στους τρεις νομούς.
Αυτή τη στιγμή στη ΔΑΕΦΚ υπηρετούν περίπου 400 μηχανικοί εκ των οποίων οι 275 είναι συμβασιούχοι, καθώς οι τελευταίες προσλήψεις μονίμων είχαν γίνει το 1999. Οι συμβάσεις των νεότερων εργαζομένων λήγουν σε ένα μήνα και εφόσον δεν ανανεωθούν εγκαίρως δε θα μπορούν να υπογράφουν τις εκθέσεις και τις αιτήσεις των πληγέντων «παγώνοντας» ουσιαστικά τις αποζημιώσεις αφού τα 3/4 του δυναμικού της υπηρεσίας δε θα έχει δικαίωμα υπογραφής, κάτι που είχε συμβεί στο παρελθόν και στο Αρκαλοχώρι.
Μηχανικοί από τα κλιμάκια του υπουργείου λένε στο «Εθνος» ότι υπάρχει δέσμευση για άμεση ανανέωση αυτή τη φορά, αλλά αυτό μένει να φανεί. Την ίδια στιγμή οι αυτοψίες γίνονται αδιάκοπα, αλλά δεν έχει προβλεφθεί αποζημίωση ούτε για την εργασία του Σαββατοκύριακού. Σύμφωνα με τους ίδιους, οι αυτοψίες προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς στη Μαγνησία καθώς είχαν ξεκινήσει από την περασμένη Πέμπτη, ενώ από αύριο θα ενισχυθούν τα κλιμάκια που έχουν αναλάβει τη Λάρισα.
Μηχανικοί Δημοσίου: Ανοχύρωτη η χώρα στις καταστροφές
Για πρωτόγνωρα σε ένταση φαινόμενα, τα οποία βρίσκονταν όμως εντός των ορίων με βάση τα οποία σχεδιάζονται τα σχετικά έργα, αναφέρεται σε ανακοίνωση της η Πανελλήνια Ομοσπονδία Μηχανικών του Δημοσίου (ΠΟ-ΕΜΔΥΔΑΣ).
«Τα αντιπλημμυρικά έργα υποτιμούνται, δε χρηματοδοτούνται επαρκώς, καθυστερούν, δεν αποτελούν προτεραιότητα, γιατί είναι έργα που δεν εντυπωσιάζουν, δε δίνουν την ευκαιρία σε Δημάρχους, Περιφερειάρχες και κυβερνητικούς να κόψουν κορδέλες κάνοντας φιέστες εγκαινίων, δεν έχουν διόδια», υπογραμμίζουν.
Επισημαίνουν επίσης την ελλιπή συντήρηση όσων από αυτά είναι λειτουργικά και τον στρεβλό σχεδιασμό τους, «καθώς η χάραξη τους υπαγορεύτηκε από κάθε μορφής ιδιωτικά συμφέροντα και καταπατημένες γύρω ιδιοκτησίες», ενώ προσθέτουν ότι δε λαμβάνουν υπόψη τις σύγχρονες οικολογικές λογικές αντιμετώπισης των ρεμάτων που απαιτούν να τους δώσουμε χώρο, να προστατεύουμε την παρόχθια βλάστηση, να αξιοποιήσουμε τις φυσικές διαδρομές του νερού.
Η Ομοσπονδία σημειώνει ότι ίσως έφτασε η ώρα για πιο θαρραλέα και αποτελεσματικά μέτρα όπως καθαιρέσεις οικημάτων αλλά και υποδομών εντός των κοιτών, διανοίξεις των εκβολών των ποταμών, αποκάλυψη σκεπασμένων ρεμάτων κλπ.
«Τα αντιπλημμυρικά έργα που έπρεπε να γίνουν στη Καρδίτσα και τη Μαγνησία, αρμοδιότητας Υπ. Υποδομών και Περιφέρειας δεν είχαν ολοκληρωθεί. Εάν είχαν ολοκληρωθεί, δε θα είχαμε τα θλιβερά αποτελέσματα στη Θεσσαλία».
Οι μηχανικοί κάνουν λόγο και για την απουσία ουσιαστικού χωροταξικού σχεδιασμού και την άναρχη επέκταση σχεδίων πόλεων σε όφελος της αυθαίρετης δόμησης, με τραγικές συνέπειες (χωρίς στοιχειώδεις υποδομές, ελεύθερους χώρους, οδούς διαφυγής) και ελλιπέστατο και προβληματικό συντονισμό μεταξύ Υπηρεσιών, πολυνομία και διάχυση ευθυνών μεταξύ τους.