Αλλαγές σε 10 πεδία που αφορούν τις συντάξεις προβλέπει το νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε χθες στη Βουλή το Υπουργείο Εργασίας.
Συγκεκριμένα, οι αλλαγές αυτές αφορούν:
- Στη διαδικασία αναπροσαρμογής συντάξεων με βάση τον τιμάριθμο και την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
- Στην αύξηση βασικής σύνταξης πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων.
- Στις ηλικιακές προϋποθέσεις για χορήγηση μειωμένης σύνταξης σε ασφαλισμένους του πρώην Δημοσίου που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι και τις 31.12.2012.
- Στον καθορισμό του αρμόδιου οργανισμού για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης μεταξύ του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλων ασφαλιστικών οργανισμών.
- Στον προσδιορισμό ακαθάριστου συνολικού ποσού επικουρικής σύνταξης.
- Στον υπολογισμό χρόνου υπηρεσίας προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στο διπλάσιο .
- Στη συνταξιοδότηση των υποχρεωτικώς προώρως αποχωρούντων επικεφαλής ανωτάτων δικαστηρίων, δικαστικών αρχών της χώρας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
- Στην εθνική Σύνταξη υπηρετούντων υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου στην αλλοδαπή.
- Στη σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο.
- Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς.
Πιο αναλυτικά:
1. Διαδικασία αναπροσαρμογής συντάξεων με βάση τον τιμάριθμο και την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος
Η κοινή απόφαση περί του καθορισμού με κοινή υπουργική απόφαση του συνολικού ποσού της σύνταξης που αυξάνεται από την 1η.1.2023 κατ’ έτος, εκδίδεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού. Διαφορές μεταξύ των στοιχείων της Εισηγητικής Έκθεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού και των αντίστοιχων στοιχείων που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή αύξησης των συντάξεων στην απόφαση του πρώτου εδαφίου που αφορά στο αμέσως επόμενο έτος και αποδίδονται.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν/σ, η διαφορά μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και των οριστικών στοιχείων λαμβάνεται υπόψη για την έκδοση της απόφασης αναπροσαρμογής του επόμενου έτους και αποδίδεται ως εξής: εάν ο μέσος όρος του πληθωρισμού και της αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, όπως προκύπτουν από τα οριστικά στοιχεία, υπερβαίνουν το ποσοστό που προβλέπεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, τότε στην απόφαση του επόμενου έτους η διαφορά αυτή συνυπολογίζεται και η αύξηση τα συμπεριλαμβάνει. Αντιστρόφως, εάν ο μέσος όρος που προκύπτει από τα οριστικά στοιχεία είναι μικρότερος από αυτόν που είχε ληφθεί υπόψη για την έκδοση της απόφασης, τότε στο αμέσως επόμενο έτος μειώνεται αντιστοίχως το ποσοστό της αναπροσαρμογής.
2. Αύξηση βασικής σύνταξης πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων
Το ποσό της βασικής σύνταξης του πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων ορίζεται 360,00 € και αυξάνεται από 1ης.1.2023 και εφεξής με βάση την περί του καθορισμού με κοινή υπουργική απόφαση του συνολικού ποσού της σύνταξης που αυξάνεται από την 1η.1.2023 κατ’ έτος.
3. Ηλικιακές προϋποθέσεις για χορήγηση μειωμένης σύνταξης σε ασφαλισμένους του πρώην Δημοσίου που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι και τις 31.12.2012
Από τις 14.8.2015 μέχρι και τις 31.12.2022, οι ασφαλισμένοι του πρώην Δημοσίου που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι και τις 31.12.2012 θεμελιώνουν δικαίωμα για άμεση καταβολή μειωμένης σύνταξης, με βάση τα όρια ηλικίας που προβλέπονταν μέχρι και τις 18.8.2015 και μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους οποτεδήποτε.
Από 1ης.1.2023 το όριο ηλικίας του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων για τους ασφαλισμένους του πρώην Δημοσίου που
– έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι και τις 31.12.2012 και
– δεν έχουν θεμελιώσει μέχρι και τις 31.12.2022 δικαίωμα για άμεση καταβολή μειωμένης σύνταξης , με βάση τα όρια ηλικίας που προβλέπονταν μέχρι και τις 18.8.2015, διαμορφώνεται στο εξηκοστό δεύτερο έτος.
4. Καθορισμός του αρμόδιου οργανισμού για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης μεταξύ του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλων ασφαλιστικών οργανισμών
Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο ασφάλισής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
– 40 μήνες ή 1.000 ημέρες ασφάλισης συνολικά, από τις οποίες 12 μήνες ή 300 ημέρες την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της ασφάλισης ή την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης, σε περίπτωση κρίσης δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.
– 24 μήνες ή 600 ημέρες ασφάλισης οποτεδήποτε πριν τη διακοπή της ασφάλισης ή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ή την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης, σε περίπτωση κρίσης δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Στον χρόνο αυτό δύναται να προσμετρηθεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας, για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον αρμόδιο οργανισμό.
Ως νομοθεσία του Οργανισμού νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.
Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με τον χρόνο διακοπής της ασφάλισης, στην παραγραφή κ.λπ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό μηνών ή ημερών ασφάλισης, που ορίζεται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο, από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου, ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό μηνών ή ημερών ασφάλισης που ορίζεται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τους περισσότερους μήνες ή τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης και στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος οργανισμός, εφόσον:
– ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, και
-πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τους περισσότερους μήνες ή τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού μηνών ή ημερών ασφάλισης.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε, τότε η αίτηση συνταξιοδότησης απορρίπτεται.
Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.
Ο συνταξιούχος γήρατος ασφαλιστικού οργανισμού, ο οποίος μετά τη συνταξιοδότησή του ασφαλίσθηκε σε άλλο ομοειδή οργανισμό από παροχή εργασίας ή άσκηση επαγγέλματος, έχει το δικαίωμα, μετά τη διακοπή της ασφάλισής του στον οργανισμό αυτόν, να ζητήσει από τον οργανισμό που συνταξιοδοτείται την προσμέτρηση του χρόνου αυτού για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης του.
Ο οργανισμός, στον οποίο ασφαλίστηκε ο συνταξιούχος, συμμετέχει στη δαπάνη της σύνταξης και για το διακανονισμό της υποχρέωσής του προς τον οργανισμό που καταβάλλει τη σύνταξη εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις.
Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Οι ρυθμίσεις αυτές δεν θίγουν περί της ρύθμισης θεμάτων διαδοχικής επικουρικής ασφάλισης σε φορείς επικουρικής ασφάλισης Δημοσίου και και ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης υποχρεωτικής ασφάλισης.
5. Προσδιορισμός ακαθάριστου συνολικού ποσού επικουρικής σύνταξης
Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κάθε μηνιαίας επικουρικής σύνταξης ή περισσοτέρων της μίας επικουρικών συντάξεων λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, οι οποίες χορηγούνται από τον e-Ε.Φ.Κ.Α. και εφόσον μέρος του χρόνου ασφάλισης διανύθηκε ή ανάγεται έως και τις 31.12.2014, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο στα 6/20 του ανώτατου ορίου για τις κύριες συντάξεις. Το ανώτατο όριο του πρώτου εδαφίου καταλαμβάνει και τις κάθε είδους προσαυξήσεις της σύνταξης ή των συντάξεων.
Το όριο αυτό εφαρμόζεται για τις επικουρικές συντάξεις που καταβάλλονται ή για τις οποίες εκδίδεται πράξη απονομής σύνταξης από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα της έναρξης ισχύος του παρόντος, ανεξαρτήτως του χρόνου που υποβλήθηκε η αίτηση συνταξιοδότησης ή εκδόθηκε η πράξη απονομής σύνταξης. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος και υπερβαίνουν το σχετικό όριο δεν αναζητούνται.
6. Υπολογισμός χρόνου υπηρεσίας προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στο διπλάσιο
Λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο και ως τέτοιος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε ή διανύεται:
– σε οποιαδήποτε μονάδα ή υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάμεων από τους εν ενεργεία μονίμους ή επί θητεία στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων,
-σε οποιαδήποτε μονάδα ή υπηρεσία ή στα Αρχηγεία της Ελληνικής Αστυνομίας από τα εν ενεργεία μόνιμα ή επί θητεία στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας,
-σε οποιαδήποτε μονάδα ή υπηρεσία ή στο Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος από τα εν ενεργεία μόνιμα ή επί θητεία ή επί συμβάσει στελέχη του Πυροσβεστικού Σώματος,
-σε οποιαδήποτε μονάδα ή υπηρεσία ή στο Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής από τα εν ενεργεία μόνιμα στελέχη του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Ο χρόνος υπηρεσίας καθενός στις μονάδες και υπηρεσίες στις ένοπλες δυνάμεις και στο λιμενικό καθώς και τα χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου υπηρεσίας, στα οποία χορηγήθηκε κανονική ή αναρρωτική άδεια ή διανύθηκε υπηρεσία σε νοσηλεία, βεβαιώνονται από την αρμόδια υπηρεσία του οικείου Υπουργείου.
Για την εφαρμογή της παρούσας, χρόνος υπηρεσίας λογίζεται και το χρονικό διάστημα της κανονικής άδειας που έλαβε ο εργαζόμενος, καθώς και ο χρόνος αναρρωτικής άδειας ή νοσηλείας μέχρι 1 μήνα ανά έτος. Για την εφαρμογή της παρούσας, δεν θεωρείται χρόνος υπηρεσίας το χρονικό διάστημα διαθεσιμότητας ή αργίας ή πρόσκαιρης παύσης.
Ο παραπάνω διπλασιασμός δεν ισχύει, εφόσον η έξοδος από την υπηρεσία γίνεται με αίτηση του ενδιαφερομένου πριν από τη συμπλήρωση 25 ετών πραγματικής υπηρεσίας, ανεξαρτήτως φύλου.
Η παρούσα εφαρμόζεται και στο προσωπικό στις ένοπλες δυνάμεις και στο λιμενικό που υπάγεται στην ασφάλιση των λοιπών ενταχθέντων στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) πρώην φορέων, κλάδων, τομέων και λογαριασμών. Για τους ασφαλισμένους αυτούς ο χρόνος υπηρεσίας που υπολογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο, σύμφωνα με την παρούσα, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής ασφάλισης.
Ο διπλασιασμός του χρόνου υπηρεσίας που προβλέπεται στην παρούσα δεν μπορεί να υπερβεί τα 5 έτη στο σύνολο.
Χρόνος υπηρεσίας που υπολογίζεται στο διπλάσιο σύμφωνα με την παρούσα δεν μπορεί να προσμετρηθεί ως διπλάσιος κατ’ εφαρμογή άλλων διατάξεων.
Προκειμένου για τα εν ενεργεία μόνιμα ή επί θητεία ή επί συμβάσει στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, ο χρόνος υπηρεσίας των 5 ετών που λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ή ως χρόνος πραγματικής ασφάλισης με καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη, από τους ενδιαφερόμενους.
Οι εισφορές αυτές υπολογίζονται επί της αποζημίωσης που λαμβάνουν για εργασία πέραν του πενθημέρου και παρακρατούνται κατά τον χρόνο καταβολής της αποζημίωσης, κατ’ ανώτατο όριο για μία πενταετία, η οποία αντιστοιχεί στον χρόνο που ζητήθηκε να υπολογισθεί στο διπλάσιο.
Για στελέχη του προηγούμενου εδαφίου, τα οποία δεν λαμβάνουν αποζημίωση για εργασία πέραν του πενθημέρου, οι εισφορές για την αναγνώριση, ως συντάξιμου ή ως χρόνου πραγματικής ασφάλισης, του χρόνου υπηρεσίας των 5 ετών, ο οποίος λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο, υπολογίζονται επί της αποζημίωσης που αυτοί θα ελάμβαναν, αν παρείχαν εργασία πέραν του πενθημέρου και παρακρατούνται από τις αποδοχές τους κατά τον χρόνο της εν ενεργεία υπηρεσίας τους, κατ’ ανώτατο όριο για μία πενταετία.
7. Συνταξιοδότηση των υποχρεωτικώς προώρως αποχωρούντων επικεφαλής ανωτάτων δικαστηρίων, δικαστικών αρχών της χώρας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
Ο τυχόν υπολειπόμενος χρόνος από τη λήξη της θητείας των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι τη συμπλήρωση του γενικού ορίου ηλικίας λογίζεται για κάθε συνέπεια ως πραγματική δημόσια υπηρεσία, με καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την αναγνώριση του χρόνου αυτού ως χρόνου ασφάλισης για τη λήψη επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής.
Οι διατάξεις για την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έχουν εφαρμογή και για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με εξαίρεση:
– όσους από αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την Υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή τα όρια ηλικίας αυξάνονται σταδιακά σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. α΄ μέχρι και του 65ου έτους της ηλικίας,
-όσους από αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία με τη λήξη της τετραετούς θητείας τους, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται άμεσα μετά από την υποχρεωτική αποχώρησή τους από την Υπηρεσία.
Οι διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων έχουν εφαρμογή και για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2013 και μετά.
Ειδικά οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, καθώς και οι δικαστικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία με τη λήξη της τετραετούς θητείας τους, δεν υπάγονται σε όσες από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής προβλέπουν καταβολή της σύνταξης με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας και συνταξιοδοτούνται άμεσα μετά την υποχρεωτική αποχώρησή τους από την υπηρεσία.
Το παρόν καταλαμβάνει και τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και τους Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου και τους Γενικούς Επιτρόπους των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι αποχώρησαν υποχρεωτικά από την υπηρεσία τους με τη λήξη της τετραετούς θητείας τους, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
8. Εθνική Σύνταξη υπηρετούντων υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου στην αλλοδαπή
Ειδικά, στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης εξ ιδίου δικαιώματος, η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους εφόσον διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 έτη, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
Με μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα εξομοιώνεται και η διαμονή υπαλλήλου του Ελληνικού Δημοσίου που υπηρετεί στην αλλοδαπή κατόπιν τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης ή επιτόπιας πρόσληψης, εφόσον, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, μισθοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο και ασφαλίζεται στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) ή σε πρώην φορέα που έχει ενταχθεί σε αυτόν.
Η μόνιμη διαμονή για τους πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αυτούς. Το ποσό της μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των 40 ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους της ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
9. Σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο
Οι ασφαλισμένοι του e-Ε.Φ.Κ.Α. δικαιούνται κύρια σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο για όσο χρονικό διάστημα πιστοποιούνται, ως άτομα με αναπηρία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50%, στο οποίο περιλαμβάνεται και η τυχόν προσαύξηση, εφόσον έχουν διακόψει με οποιονδήποτε τρόπο την υπακτέα στην ασφάλιση εργασία, απασχόληση ή ιδιότητά τους και έχουν πραγματοποιήσει σε κλάδο κύριας ασφάλισης:
– τουλάχιστον 15 έτη ή 4.500 ημέρες ασφάλισης, ή
– τουλάχιστον 5 έτη ή 1.500 ημέρες ασφάλισης, εκ των οποίων τουλάχιστον 2 έτη ή 600 ημέρες ασφάλισης εντός των τελευταίων 5 ετών πριν από την ημερομηνία έναρξης της αναπηρίας ή πριν από το έτος έναρξης της αναπηρίας. Αν κατά τη διάρκεια των 5 αυτών ετών ο ασφαλισμένος έχει επιδοτηθεί για ασθένεια ή ανεργία ή έχει συνταξιοδοτηθεί, η περίοδος των 5 ετών επεκτείνεται για ίσο χρόνο με αυτόν της επιδότησης ή συνταξιοδότησης, ή
– τουλάχιστον 1 έτος ή 300 ημέρες ασφάλισης και δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας. Οι ανωτέρω 300 ημέρες ασφάλισης αυξάνονται προοδευτικά σε 1500 ημέρες ασφάλισης με την προσθήκη 120 ημερών ασφάλισης για κάθε έτος ηλικίας πέραν του εικοστού πρώτου και μέχρι τη συμπλήρωση του τριακοστού πρώτου.
Το ποσοστό αναπηρίας με βάση ιατρικά κριτήρια (ποσοστό ιατρικής αναπηρίας) και η επίδραση της αναπηρίας στην καθολική ικανότητα για άσκηση του συνήθους ή παρεμφερούς επαγγέλματος ή την ανάκτηση της ικανότητας αυτής (ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας) προσδιορίζονται αποκλειστικά από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (Κ.ΕΠ.Α.).
Το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας που έχει προσδιορισθεί από το ΚΕΠΑ μπορεί να προσαυξηθεί και λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας, κατά τον προσδιορισμό της βαθμίδας αναπηρίας από το αρμόδιο ασφαλιστικό όργανο περί του καθορισμού των βαθμίδων αναπηρίας σε βαριά ανάπηρους, ανάπηρους και μερικά ανάπηρους, αντίστοιχα.
Για τους παλαιούς ασφαλισμένους το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας δεν μπορεί να ξεπερνά τις 17 αυτοτελείς ποσοστιαίες μονάδες επί του ποσοστού που προσδιορίζεται με βάση τα ιατρικά κριτήρια.
Για τους νέους ασφαλισμένους το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας δεν δύναται να ξεπερνά τις 15 ποσοστιαίες μονάδες επί του ποσοστού που προσδιορίζεται με βάση τα ιατρικά κριτήρια.
Το δικαίωμα σε σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο αρχίζει από την ημέρα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότηση, εκτός εάν η αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΚΕ.Π.Α., που πιστοποιεί το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, ορίσει ότι η ισχύς της πιστοποίησης αναπηρίας εκκινεί σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Σε αυτή την περίπτωση το δικαίωμα σε σύνταξη του πρώτου εδαφίου αρχίζει από την ημερομηνία ισχύος της πιστοποίησης αναπηρίας.
Η σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο καταβάλλεται για όσο χρονικό διάστημα ισχύει η πιστοποίηση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής του ΚΕ.Π.Α.. Αν υποβληθεί νέα αίτηση για πιστοποίηση αναπηρίας, πριν από τη λήξη ισχύος της πιστοποίησης, από ασφαλισμένο που είχε πιστοποιηθεί με ποσοστό αναπηρίας ανώτερο του 67%,, η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται στον ασφαλισμένο και μετά τη λήξη ισχύος της πιστοποίησης και μέχρι την έκδοση πιστοποίησης επί της νέας αίτησής του και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες από τη λήξη της ισχύος της προηγούμενης πιστοποίησης.
Αν με την πιστοποίηση αναπηρίας, η οποία εκδίδεται επί της αίτησης του δευτέρου εδαφίου, πιστοποιείται μικρότερο ποσοστό αναπηρίας από το προηγούμενο και, εξ αυτού του λόγου, η σύνταξη αναπηρίας που δικαιούται ο ασφαλισμένος είναι μικρότερη από αυτήν που έλαβε στο χρονικό διάστημα μετά από τη λήξη ισχύος της προηγούμενης πιστοποίησης της αναπηρίας του, το πλεονάζον αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό της σύνταξης εισπράττεται άτοκα, δια συμψηφισμού, που διενεργείται με μηνιαία παρακράτηση επί των συνταξιοδοτικών παροχών που λαμβάνει εφεξής ο ασφαλισμένος. Η παρακράτηση του προηγούμενου εδαφίου δεν δύναται να υπερβεί το 20% των παροχών που λαμβάνει ο ασφαλισμένος σε μηνιαία βάση. Αν ο ασφαλισμένος δεν δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο βάσει του ποσοστού αναπηρίας που πιστοποιείται κατόπιν της νέας αίτησής του, κατ’ εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου, η σύνταξη, την οποία έλαβε μετά από τη λήξη ισχύος της προηγούμενης πιστοποίησης της αναπηρίας του, αναζητείται ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, σύμφωνα με τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Η παρούσα εφαρμόζεται για όλα τα επιδόματα και τις συντάξεις που χορηγούνται με αιτία την αναπηρία από κοινή νόσο από τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Το αρμόδιο όργανο του e-Ε.Φ.Κ.Α. δύναται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως ανά πάσα στιγμή τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων για σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο για κάθε ασφαλισμένο και να ζητεί επανεξέταση του ασφαλισμένου από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΚΕ.Π.Α..
Το δικαίωμα σε σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο παύει:
– την επομένη της λήξης της ισχύος της πιστοποίησης, βάσει της οποίας πιστοποιήθηκε η αναπηρία του δικαιούχου, αν αυτή δεν παρατάθηκε ή δεν εκδόθηκε νέα πιστοποίηση, βάσει της οποίας πιστοποιείται το ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της σύνταξης λόγω αναπηρίας, ή
– αν διαπιστωθεί, βάσει νεότερης πιστοποίηση, ότι το ποσοστό αναπηρίας του δικαιούχου είναι μικρότερο από το ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της καταβαλλόμενης σύνταξης λόγω αναπηρίας.
Η αναπηρία πρέπει να είναι μεταγενέστερη της πρώτης υπαγωγής στην ασφάλιση. Αν ο ασφαλισμένος είχε αναπηρία πριν από την υπαγωγή του στην ασφάλιση (“προϋπάρχουσα αναπηρία”), θεωρείται άτομο με αναπηρία, εφόσον η αναπηρία του επιδεινώθηκε μετά την ασφάλισή του και η μεταγενέστερη της υπαγωγής στην ασφάλιση αναπηρία (“ποσοστό επιδείνωσης”) φτάνει τουλάχιστον το 40% της αναπηρίας βάσει της οποίας ζητεί τη χορήγηση σύνταξης.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στους φορείς που έχουν ενταχθεί στον e-Ε.Φ.Κ.Α. και προβλέπει διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο.
Ειδικώς για τους ασφαλισμένους του πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (π. Ο.Γ.Α.) και μέχρι τις 31.12.2023 συνεχίζουν να έχουν εφαρμογή οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω αναπηρίας του π. Ο.Γ.Α, όπως ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Μετά από την 1η.1.2024 οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο, ισχύουν και για τους ασφαλισμένους του π. Ο.Γ.Α. Ειδικά για το χρονικό διάστημα από 1ης.1.2024 μέχρι τις 31.12.2024 το ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας που απαιτείται για να δικαιούνται σύνταξη ανέρχεται σε 59%.
Αιτήσεις συνταξιοδότησης για κύρια σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο, οι οποίες είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κρίνονται σύμφωνα με νόμο Κατρούγκαλου (2016).
10. Αξιοποίηση ασφαλιστικού χρόνου από ψυχικώς ασθενείς
Γενικές και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν διακοπή ή περικοπή της σύνταξης αναπηρίας ή της σύνταξης λόγω θανάτου και των προνοιακών ή άλλων επιδομάτων όταν ο δικαιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται, δεν έχουν εφαρμογή στους δικαιούχους με ψυχική ή νοητική αναπηρία ή ψυχική και νοητική αναπηρία, με ποσοστό 50% και άνω, εφόσον η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης και η κρίση αυτή πιστοποιείται με γνωμάτευση μονάδας ψυχικής υγείας, η οποία θα ισχύει για 3 έτη, του αντίστοιχου Τομέα Ψυχικής Υγείας.
Οι δικαιούχοι του πρώτου εδαφίου, οι οποίοι έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα έχει ενταχθεί στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) πριν και μετά από τις 13.5.2016, περί απασχόλησης των συνταξιούχων, δύνανται να αξιοποιήσουν τον διανυθέντα χρόνο ασφάλισής τους για προσαύξηση της καταβαλλόμενης μηνιαίας σύνταξης ή απονομή δεύτερης κύριας σύνταξης γήρατος, αναπηρίας ή λόγω θανάτου, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.